Καθαρά Δευτέρα χθες κι έβλεπα, λίγο μαγεμένη, όλους εκείνους τους πολύχρωμους χαρταετούς που πέταγαν ψηλά. Και ζήλεψα εκείνο το πέταγμά τους. Εκείνο το παιχνίδι που έκαναν πότε βουτώντας με το κεφάλι κάτω, πότε ανεβαίνοντας περήφανα όλο και πιο ψηλά, πότε πλανάροντας απλά στον αέρα με τέτοια χαλαρότητα λες κι απολάμβαναν τη διαδρομή.
Και σκέφτηκα πόσο ωραίο θα ήταν αν λίγο τους μοιάζαμε. Αν δεν παίρναμε τον εαυτό μας τόσο στα σοβαρά, τόσο βαριά… πώς να πετάξεις με τέτοια βαρίδια;
Αν θεωρούσαμε τη βουτιά προς τα κάτω, μέρος της διαδικασίας, μέρος του παιχνιδιού, κάτι που έτσι κι αλλιώς συμβαίνει και θα ξανασυμβεί, τότε ούτε αυτή θα την παίρναμε τόσο βαριά, τόσο σοβαρά. Κι όπως ο χαρταετός, θα σηκώναμε το κεφάλι ίσια επάνω και θα προσπαθούσαμε να φτάσουμε όσο πιο ψηλά, ίσως με σκαμπανεβάσματα, αλλά ταυτόχρονα με όλη την ζωηράδα και την ένταση του παιχνιδιού.
Κι αν δίναμε στον εαυτό μας, κάποια διαστήματα χαλάρωσης κι απόλαυσης, όπως ο χαρταετός όταν πλανάρει ήσυχα και ήρεμα στον αέρα, πόσο αλλιώτικη, πόσο πιο όμορφη, πόσο πιο αποδοτική, πόσο πιο ευτυχισμένη θα κάναμε τη ζωή μας!
Με θαυμασμό κι αγάπη γι’ αυτόν τον χαρτ-αετό που όλοι κρύβουμε μέσα μας,
με θαυμασμό κι αγάπη για τη διαδρομή του κάθε ένα σας χωριστά,