“Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε μια λιμνούλα που ήταν σωστός παράδεισος για τα βατράχια. Και θα ήταν απόλυτα ευτυχισμένοι αν δεν υπήρχε ένα πρόβλημα που το προκαλούσε ένας συγκεκριμένος βάτραχος. Ο καθένας βέβαια ξέρει πως όλα τα βατράχια πηδούν και λένε βρεκεκέξ-κουάξ-κουάξ. Όμως αυτό το βατραχάκι έκανε τσίου και ανέμιζε τα μπροστινά του πόδια πέρα-δώθε. Τα άλλα βατράχια προσπαθούσαν να του δείξουν πώς να φέρεται σαν κανονικός βάτραχος. Εκείνο τα άκουγε, αλλά συνέχιζε να κάνει το δικό του.
Τα μεγαλύτερα και πιο σοφά βατράχια πλησίασαν αυτόν το νεαρό επαναστάτη και προσπάθησαν να του εξηγήσουν, υπομονετικά στην αρχή, πόσο αβατράχινη ήταν η συμπεριφορά του. Όταν αυτό δεν έφερε αποτέλεσμα, θύμωσαν και τον απείλησαν με εξοστρακισμό. Όμως τίποτα δεν έπιανε.
Κάποιο μεσημέρι, τρεις μεγάλες σκιές φάνηκαν πάνω στη λίμνη. Έκαναν μερικούς κύκλους και μετά, μία-μία, βούτηξαν προς το νερό κι άρπαξαν η καθεμιά κι από ένα δύστυχο, τρομοκρατημένο βάτραχο, που εξαφανίστηκε για πάντα από τα μάτια της υπόλοιπης κοινότητας. Τα βατράχια τρελάθηκαν από το φόβο τους.
Την άλλη μέρα, ακριβώς το μεσημέρι, οι τρεις μεγάλες σκιές πέταξαν ξανά πάνω από τη λίμνη. Αφού έκαναν μερικούς κύκλους, βούτηξαν πάλι προς τα κάτω και η καθεμιά άρπαξε από ένα βάτραχο. Ολόκληρη η κοινότητα των βατράχων ήταν πραγματικά πανικόβλητη. Συγκάλεσαν συμβούλιο για να αποφασίσουν τι θα κάνουν,όμως κανένας δε συμφωνούσε με τον άλλον και στο τέλος ήταν όλοι τρομαγμένοι και σε απόγνωση, χωρίς να έχουν κανένα σχέδιο για το αύριο.
Ο βατραχοπαράδεισος είχε καταστραφεί και οι βάτραχοι δεν ήξεραν τι να κάνουν για να προστατευτούν. Στο επόμενο συμβούλιο μίλησε μια νεαρή βατραχίνα και είπε ότι το βατραχάκι που ανέμιζε τα μπροστινά του πόδια κι έκανε τσίου δεν είχε καθόλου ενοχληθεί από τις σκιές. “Ίσως θα έπρεπε όλοι να ανεμίζουμε τα πόδια μας και να κάνουμε τσίου”, πρότεινε.
Οι ηλικιωμένοι και σοφοί βάτραχοι έγιναν έξω φρενών που τόλμησε κάποιος να προτείνει μια τέτοια αβατράχινη συμπεριφορά. Αποφάσισαν να προσπαθήσουν πιο σκληρά να κρύβονται κάτω από τα κλαδιά και τα νουφαρόφυλλα. Όμως, ό,τι κι αν έκαναν, οι σκιές επέστρεφαν κάθε μέρα κι έκλεβαν κι άλλα μέλη της κοινότητάς τους.
Τελικά, ο πιο γέρος και πιο σοφός βάτραχος, απελπισμένος, ρώτησε τη νεαρή βατραχίνα που είχε προτείνει να μιμηθούν όλοι το βατραχάκι που έκανε τσίου, τι πίστευε πως έπρεπε να κάνουν. “Θα μπορούσαμε να μάθουμε πώς ανεμίζει τα πόδια του και πώς κάνει τσίου αυτό το βατραχάκι, και μετά, λίγο πριν από το μεσημέρι, να κάνουμε όλοι τσίου και να ανεμίζουμε τα πόδια μας”.
Οι γέροι και σοφοί βάτραχοι δεν ήθελαν ούτε να σκεφτούν κάτι τέτοιο, ωστόσο, ένιωθαν ότι κινδύνευε η ίδια τους η ύπαρξη. Έτσι, το επόμενο μεσημέρι, όλη η κοινότητα των βατράχων κελαηδούσε και φτεροκοπούσε.
Όταν εμφανίστηκαν οι τρεις μεγάλες σκιές, έκαναν έναν κύκλο γύρω από τη λιμνούλα και μετά άλλον έναν κι άλλον έναν. Αφού έκαναν πολλούς κύκλους, πέταξαν μακριά χωρίς να κλέψουν κανένα βάτραχο. Οι βάτραχοι τρελάθηκαν από τη χαρά τους, αλλά εξακολουθούσαν να είναι ανήσυχοι για το αύριο. Το επόμενο μεσημέρι, οι τρεις μεγάλες σκιές ξαναγύρισαν, και όλα τα βατράχια κελαηδούσαν και φτεροκοπούσαν σαν παλαβά. Οι σκιές έκαναν πολλούς κύκλους πάνω από τη λιμνούλα και ύστερα έφυγαν. Την τρίτη μέρα ξαναγύρισαν κάνοντας όλο και χαμηλότερους κύκλους, ενώ τα βατράχια κελαηδούσαν και φτεροκοπούσαν. Τελικά, μετά από πολύ καιρό, τα τρία γεράκια πέταξαν μακριά και δεν ξαναγύρισαν ποτέ.
Τώρα οι βάτραχοι έχουν και πάλι τον παράδεισό τους, αλλά και λίγο μεγαλύτερη ευελιξία γύρω από το ποια είναι η “σωστή” βατραχοσυμπεριφορά.”
Προτείνω αυτόν τον “άστατο” Οκτώβριο, με τη ζέστη-κρύο-βροχή και πάμε πάλι απ’ την αρχή, να αποκτήσουμε – όπως τα βατράχια – μεγαλύτερη ευελιξία και να απολαύσουμε την ποικιλία αυτού του όμορφου Οκτώβρη!